- οφθάλμιος
- ὀφθάλμιος, -ον (Α) [οφθαλμός]1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμιαα) η περιοχή τών οφθαλμώνβ) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφθάλμια — ὀφθάλμια, τὰ (Α) βλ. οφθάλμιος … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek